Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σε ομάδες

См. также в других словарях:

  • ὁμάδες — ὁμάς the whole fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διεθνείς Ταξιαρχίες — Ομάδες εθελοντών από όλο τον κόσμο που συνέρευσαν μαζικά στην Ισπανία στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1936 39). Πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών και εναντίον του στρατιωτικού κινήματος υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ζουλού — Ομάδες Μπαντού της νότιας Αφρικής. Προήλθαν, αρχικά, από το ανατολικό τμήμα της ισημερινής Αφρικής και σήμερα ζουν στη Νατάλη. Κατά τον 16ο και 17ο αι. κατέβηκαν προς τα νότια, κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας του Ινδικού ωκεανού, εκτοπίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • μεριστώματα — Ομάδες εμβρυακών κυττάρων που διατηρούν την ικανότητα διαίρεσης τους σε όλη τους τη ζωή. Τα νέα κύτταρα που προκύπτουν από αυτές τις διαιρέσεις, θα σχηματίσουν με διαφοροποίηση τους ιστούς και τα όργανα του φυτού. Τα κύτταρα των μ. έχουν κάποια… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»